στεμφύλων

στεμφύλων
στέμφυλον
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • αλκοόλ — Βλ. λ. οινόπνευμα. Διάφορα είδη αλκοολούχων ποτών. * * * το διεθνής λέξη που σημαίνει το απόσταγμα τού κρασιού και τών στεμφύλων, δηλαδή το οινόπνευμα τών οινοπνευματούχων ποτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < alcohol, νεολατιν. επιστημον. όρος < μσν. λατ.… …   Dictionary of Greek

  • εντρυγηφάνιον — ἐντρυγηφάνιον, το (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ δεύτερος οἶνος», δηλ. το κρασί που παράγεται από τη δεύτερη σύνθλιψη (πάτημα) τών αποπιεσμάτων τών σταφυλιών (τών στεμφύλων) με την προσθήκη νερού, κν. μαγγανίτης, λάγγερο, τσιπούρας βλ. και δευτερίας,… …   Dictionary of Greek

  • ούζο — το αλκοολούχο ελληνικό ποτό τής κατηγορίας τών μπράντυ, που, κατά την παραδοσιακή μέθοδο, παρασκευάζεται με διπλή απόσταξη στεμφύλων που έχουν υποστεί ζύμωση και με προσθήκη αρωματικών υλών, λ.χ. σπερμάτων γλυκάνισου, μάραθου κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το… …   Dictionary of Greek

  • στεμφυλίτης — ο, ΝΑ, και θηλ. στεμφυλῑτις, ίτιδος, Α νεοελλ. (ενν. οίνος) κρασί που λαμβάνεται από δεύτερη σύνθλιψη τών στεμφύλων, τών τσίπουρων, ο δευτερίας οίνος αρχ. 1. αυτός που παρασκευάζεται από σταφύλια πατημένα στον ληνό 2. το αρσ. ως ουσ. αγγείο για… …   Dictionary of Greek

  • στεμφυλούργιον — τὸ, Α [στεμφυλουργός] πιεστήριο με το οποίο γίνεται η σύνθλιψη τών στεμφύλων, πατητήρι …   Dictionary of Greek

  • στεμφυλόπνευμα — το, Ν οινόπνευμα από την απόσταξη στεμφύλων, κν. σούμα, τσίπουρο ή τσικουδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλο + πνεύμα (πρβλ. οινό πνευμα)] …   Dictionary of Greek

  • τρύγα — η / τρύξ, τρυγός, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρυξ Ν νεοελλ. 1. η οδοντική τρυγία, η πέτρα τών δοντιών, πουρί 2. χημ. κοινή ονομασία τού όξινου τρυγικού καλίου, το κρεμοτάρταρο 3. φρ. «εμετική τρύγα» (φαρμ.) η ένωση τρυγικό καλιοαντιμονύλιο μσν. αρχ. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • τσικουδιά — Οινοπνευματώδες ποτό μεγάλης περιεκτικότητας σε αλκοόλ, γνωστό κυρίως ως ρακί. Η λέξη τ. ανήκει στην τοπική κρητική διάλεκτο, γιατί το πιοτό αυτό παράγεται από την απόσταξη των τσίκουδων, όπως λέγονται στην Κρήτη τα στέμφυλα, τα κατάλοιπα δηλαδή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”